Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

με γράψαν

  • 1 'γραψαν

    ἔγραψαν, γράφω
    scratch: aor ind act 3rd pl

    Morphologia Graeca > 'γραψαν

  • 2 γράψαν

    γράφω
    scratch: aor part act neut nom /voc /acc sg
    γράφω
    scratch: aor ind act 3rd pl (epic ionic)

    Morphologia Graeca > γράψαν

  • 3 τακτικός

    η, ό[ν] 1.
    1) постоянный; регулярный; частый;

    τακτικός πελάτης — постоянный клиент;

    τακτική συγκοινωνία — регулярное сообщение;

    τακτικός στρατός — регулярная армия;

    2) аккуратный; соблюдающий порядок;
    3) штатный;

    τακτικός καθηγητής — штатный преподаватель;

    4) тактический;

    τακτικός ελιγμός — тактический манёвр;

    § τακτική αμαξοστοιχία — пассажирский поезд;

    τακτικά αριθμητικά — порядковые числительные;

    2. (ο) солдат регулярной армии;

    με γράψαν τακτικό — меня взяли в армию

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τακτικός

См. также в других словарях:

  • 'γραψαν — ἔγραψαν , γράφω scratch aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γράψαν — γράφω scratch aor part act neut nom/voc/acc sg γράφω scratch aor ind act 3rd pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τακτικός — ή, ό / τακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταχτικός, ή, ό, Ν [τάσσω] νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει κατά ορισμένο τρόπο ή σε ορισμένο χρόνο, σε αντιδιαστολή με τον έκτακτο (α. «κάθε απόγευμα κάνει τον τακτικό του περίπατο» β. «τακτική συνέλευση» γ.… …   Dictionary of Greek

  • τεχνήμων — ῆμον, Α 1. κατασκευασμένος με έντεχνο τρόπο («τεχνήμονας αὐλούς», Ανθ. Παλ.) 2. (για πρόσ.) επιδέξιος, επιτήδειος, ικανός («τοὺς γράψαν τεχνήμονες ἄνδρες», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + επίθημα ήμων (πρβλ. ζηλ ήμων)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»